Ο Πανοραμίξ (Panoramix) είναι ο δρυΐδης του χωριού του Αστερίξ. Είναι ο μόνος που γνωρίζει τη συνταγή για το μαγικό ζωμό που δίνει υπερφυσική δύναμη στους Γαλάτες. Η συνταγή μεταδίδεται μόνο από στόμα δρυΐδη σε αφτί δρυΐδη (κάτι που οι Ρωμαίοι προσπάθισαν να εκμεταλλευτούν στην Οδύσσεια του Αστερίξ). Συνήθως είναι σκαρφαλωμένος σε κάποιο δέντρο και μαζεύει γκυ, απαραίτητο συστατικό του ζωμού και στο Αστερίξ ο Γαλάτης έκοψε αρκετές φορές το δάχτυλό του με το χρυσό του δρεπάνι, όταν ο Αστερίξ του φώναξε δυνατά, ενώ βρισκόταν πάνω σε μία βελανιδιά. Το εν λόγω δρεπάνι, που πάντα φέρει ο Πανοραμίξ, είναι πολύτιμο (γι' αυτό και το χωρίο βρίσκεται υπό απειλή όταν αυτό καταστρέφεται στο Χρυσό Δρεπάνι). Μόνο αν το γκυ κοπεί με αυτό, αποκτά τις μαγικές του ιδιότητες. Όταν στο τεύχος Ο αγώνας των αρχηγών, ο δρυΐδης παθαίνει αμνησία από έν
α μενίρ που του έπεσε στο κεφάλι, το χωριό βρίσκεται στο έλεος των Ρωμαίων. Γενικώς είναι η φωνή της σύνεσης και της λογικής στο χωριό και όλοι τον σέβονται, αν και στο Αστερίξ και οι Γότθοι, ότανκερδίζει το διαγωνισμό για τον καλύτερο δρυΐδη, καμαρώνει αυτάρεσκα για το βραβείο του. Για να διευκολυνθεί η πλοκή, ο μαγικός ζωμός χρειάζεται σε πολλά τεύχη και άλλα υλικά, τα οποία πρέπει να φέρει ο Αστερίξ ξεκινώντας έτσι άλλη μια περιπέτεια. Στο Μεγάλο Ταξίδι χρειάζεται ψάρι, στην Οδύσσεια του Αστερίξ πετρέλαιο (που τελικά αντικαθιστάται από παντζαρόζουμο, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, στο Χρυσό Δρεπάνι ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ταξιδεύουν στην Λουτέτια (Παρίσι) για να βρουν ένα καινούριο χρυσό δρεπάνι για τον δρυΐδη. Ο Πανοραμίξ ετοιμάζει το ζωμό πάντα μέσα σε μια χύτρα και συνήθως όλο το χωριό (εκτός απ' τις γυναίκες με λίγες εξαιρέσεις) μπαίνει στη σειρά για να πιει. Ο Πανοραμίξ γνωρίζει και συνταγές για άλλα ματζούνια, είτε που προορίζονται για να βασανίσουν κι άλλο τους άμοιρους Ρωμάιους(Αστερίξ ο Γαλάτης, Η μεγάλη τάφρος), είτε είναι αντίδοτα για τους Γαλάτες και τους φίλους τους (Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα, Ο Αστερίξ στους Ελβετούς).Το λογοπαίγνιο του ονόματος Πανοραμίξ βασίζεται στη γαλλική λέξη «panoramique» (=πανοραμικός).